μακάριος

μακάριος
μακάριος, ία, ιον (s. prec. and next entry; Pind., Pla., X.+)
pert. to being fortunate or happy because of circumstances, fortunate, happy.
of humans, with less focus on the transcendent dimension compared to usage in 2 below (Chrysippus in Diog. L. 7, 179 calls himself a μακάριος ἀνήρ; Epict. 2, 18, 15; Jos., Ant. 16, 108; 20, 27) ἥγημαι ἐμαυτὸν μακάριον Ac 26:2. Of the widow who remains unmarried μακαριωτέρα ἐστίν she is happier 1 Cor 7:40. μ. ἤμην εἰ τοιαύτην γυναῖκα εἶχον Hv 1, 1, 2 (Chariton 6, 2, 9 μ. ἦν εἰ). Cp. Lk 23:29.
of transcendent beings, viewed as privileged, blessed (Aristot., EN 10, 8:1178b, 25f τοῖς θεοῖς ἅπας ὁ βίος μακάριος; Epicurus in Diog. L. 10, 123 τ. θεὸν ζῷον ἄφθαρτον κ. μακάριον νομίζων; Herm. Wr. 12, 13b; Sextus 560; Philo, Cher. 86, Deus Imm. 26 ὁ ἄφθαρτος κ. μακάριος, Leg. ad Gai. 5 [other pass. in MDibelius, Hdb./Hermeneia on 1 Ti 1:11]; Jos., C. Ap. 2, 190, cp. Ant. 10, 278; cp. Ἰησοῦς ὁ μ. Hippol., Ref. 5, 9, 21) 1 Ti 1:11; 6:15 (BEaston, Pastoral Epistles ’47, 179).
pert. to being esp. favored, blessed, fortunate, happy, privileged, fr. a transcendent perspective, the more usual sense (the general Gr-Rom. perspective: one on whom fortune smiles)
of humans privileged recipient of divine favor (Jos., Ant. 9, 264), of Biblical persons (Ἰωβ Did., Gen. 101, 14; cp. ἄγγελοι Orig., C. Cels. 8, 25, 12): Moses 1 Cl 43:1; Judith 55:4; prophets AcPlCor 2:36 (Just., D. 48, 4); Paul (Hippol., Ref. 8, 20, 3; ὁ μ. ἀπόστολος Iren. 5, 2, 3 [Harv. II 321, 4] of Paul; cp. Orig., C. Cels. 5, 65, 7) 1 Cl 47:1; Pol 3:2 (11:3); AcPl Ha 3, 27. Of other prominent Christians, esp. martyrs: Ignatius, Zosimus, Rufus Pol 9:1. Polycarp MPol 1:1; 19:1, 21; 22:1, 3. Of presbyters who have died 1 Cl 44:5. μ. εἶναι ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ be blessed in what the person does Js 1:25.—In various sentence combinations, in which the copula belonging with μ. is often omitted (B-D-F §127, 4; Rob. 395; Maximus Tyr. 14, 6f; μ. [opp. δυστυχής] εὐσεβὴς φίλος θεοῦ; but Did., Gen. 103, 2: μ. γάρ ἐστιν ἡ ἐκκλησία, ὅτε): as the apodosis of a conditional sentence Lk 6:4 D (Unknown Sayings 49–54); 1 Pt 3:14; 4:14; Hm 8:9. The conditional sentence follows J 13:17; 1 Cl 50:5; Hs 6, 1, 1a. W. relative clause foll. Mt 11:6; Lk 7:23; 14:15 (μ. ὅστις Menand., Fgm. 101 Kö., Mon. 340 Mei. al.); Ro 4:7f; 1 Cl 50:6 (both Ps 31:1f); Js 1:12 (PsSol 6:1; 10:1; Sext. 40 μ. ἀνήρ w. rel.); 1 Cl 56:6 (Job 5:17); 10:10 (Ps 1:1.—Maximus Tyr. 33, 5e ὁ μ. ἀνήρ, ὅν); 11:8; Hv 2, 2, 7; Hs 9, 29, 3. μ. ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, ὅς IPhld 10:2. The relative clause precedes Hv 3, 8, 4; Hs 5, 3, 9b; 6, 1, 1b. As a predicate w. a subst. or subst. adj. or ptc. μ. ὁ blessed is the one who … (2 Ch 9:7; Da 12:12; PsSol 4:23; ApcEsdr 5:11) Mt 5:3ff (the transl. 0, the happiness of or hail to those, favored by some [Zahn, Wlh., EKlostermann, JWeiss; KBornhäuser, Die Bergpredigt 1923, 24 al.] appears to be exactly right for the Aramaic original [=Hebr. אַשְׁרֵי], but scholars have disputed whether it exhausts the content that μακάριος had in the mouths of Gk.-speaking Christians [s. e.g. Maximus Tyr. 14, 6f μακάριος εὐσεβὴς φίλος θεοῦ, δυστυχὴς δὲ ὁ δεισιδαίμων; Artem. 4, 72 the state of μ. εἶναι is brought about by ascension into heaven and the ὑπερβάλλουσα εὐδαιμονία enjoyed there; other reff. in Betz, SM 97–99].—CMcCown, The Beatitudes in the Light of Ancient Ideals: JBL 46, 1927, 50–61; JRezevskis [Resewski], D. Makarismen bei Mt u. Lk, ihr Verhältnis zu einander u. ihr histor. Hintergrund: StThR I [=IBenzinger Festschr.] ’35, 157–70; JDupont, Les Béatitudes ’54; GStrecker, Die Makarismen der Bergpredigt, NTS 17, ’70/71, 255–75; see lit. s.v. ὄρος); 24:46; Lk 1:45; 6:20ff; 11:28; 12:37; cp. vs. 38, 43; J 20:29; Ro 14:22; Rv 1:3; 14:13; 16:15; 19:9; 20:6; 22:7, 14; 1 Cl 40:4; 48:4; 2 Cl 16:4; 19:3; D 1:5; Pol 2:3 (=Lk 6:20; Hv 2, 3, 3). W. ὅτι foll. (JosAs 16:7) Mt 16:17; Lk 14:14; Hs 2:10; 9, 30, 3. W. ὅταν Mt 5:11. Acc. to the reading of Michigan Pap. (ed. CBonner ’34, p. 46, 11f) and of a parchment leaf at Hamburg (SBBerlAk 1909, 1081) Hs 5, 1, 3 contains the words μακάριόν με ποιήσεις ἐάν (so Whittaker and Joly) you will make me happy, if. W. γίνεσθαι 9, 24, 2.
of things or experiences blessed (Eur.+; Eccl 10:17)
α. of parts of the body of persons who are the objects of special grace, which are themselves termed blessed: μ. οἱ ὀφθαλμοί Mt 13:16; Lk 10:23. μ. ἡ κοιλία 11:27 (Cleopatra ln. 168f; prob. Christian despite the ref. to Cleop. Of parallels in non-bibl. wr., the next closest is Musaeus, Hero 137 … γαστήρ, ἥ σʼ ἐλόχευσε μακαρτάτη).
β. of things that stand in a very close relationship to the divinity: τὰ δῶρα τ. θεοῦ 1 Cl 35:1. Of the πνεύματα implanted in Christians 1:2 (cp. Maximus Tyr. 41, 51 the εὐδαίμων κ. μακαρία ψυχή). Of the age to come 2 Cl 19:4 (cp. OGI 519, 9 ἐν τοῖς μακαριοτάτοις ὑμῶν καιροῖς; 17).
γ. of martyrdoms MPol 2:1. Of the object of the Christian hope προσδεχόμενοι τὴν μ. ἐλπίδα Tit 2:13 (cp. OGI 383, 108 μακαριστὰς ἐλπίδας). μακάριόν ἐστιν μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν Ac 20:35 (cp. Pla., Rep. 496c ὡς μακάριον τὸ κτῆμα; 1 Cl 2:1; Beginn. IV 264; Unknown Sayings, 78–81; EHaenchen, Ac ad loc. On Thu. 2, 97, 4 λαμβάνειν μᾶλλον ἢ διδόναι s. JKilgallen, JBL 112, ’93, 312–14.).—HSanders, HTR 36, ’43, 165–67. S. the lit. s.v. ὄρος and cp. εὐδαιμονέω.—B. 1105. DELG s.v. μάκαρ. Schmidt, Syn. IV 402–6. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακάριος — blessed masc nom sg μακάριος blessed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακάριος — blessed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • μακάριος — α, ο 1. ευτυχισμένος: Πέθανε μακάριος αφού είχε πραγματοποιήσει όλα του τα όνειρα. 2. ήρεμος, γαλήνιος, ευχαριστημένος: Παρέμενε μακάριος ό,τι και αν του συνέβαινε. 3. υπερθ., μακαριότατος τιμητική προσφώνηση των πατριαρχών και των αρχιεπισκόπων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μακάριος Γ’ — (Μιχαήλ Μούσκος, Παναγιά Κύπρου 1913 – Λευκωσία 1977). Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου (1950 77) και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1959 77). Σπούδασε θεολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Βοστόνης και νομικά στο Πανεπιστήμιο …   Dictionary of Greek

  • Μακάριος ο Πάτμιος — Βλ. λ. Καλογεράς, Μακάριος …   Dictionary of Greek

  • Μακάριος ο Μάγνης — (τέλη 4ου – αρχές 5ου αι. της). Εκκλησιαστικός συγγραφέας από τη Μαγνησία της Καρίας ή της Λυδίας. Έγραψε απολογία για την υπεράσπιση του χριστιανισμού με τον τίτλο Μονογενής ή Αποκριτικός της Έλληνας …   Dictionary of Greek

  • Νοταράς Μακάριος — Μητροπολίτης Κορίνθου και ένας από τους ηγέτες του κινήματος των Κολλυβάδων. Βλ. λ. Μακάριος …   Dictionary of Greek

  • Βαρλαάμ Μακάριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Σκύρο. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, ήταν πρωτοσύγκελος του αρχιεπισκόπου Χαλκίδας. Οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν να περιοδεύσει στο νησί του για να καθησυχάσει τον λαό και να τον αποτρέψει να προσχωρήσει στην… …   Dictionary of Greek

  • Καβαδίας, Μακάριος — (Κεφαλονιά 1750; – Κέα 1824). Λόγιος, κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας. Υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Πρέβεζα και αργότερα στην Άρτα και απέκτησε σύντομα φήμη σοφού ελληνιστή και μαχητικού ιεροκήρυκα. Το 1786 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη,… …   Dictionary of Greek

  • Καλογεράς, Μακάριος — (Πάτμος 1688; – 1737).Λόγιος κληρικός, ιδρυτής της Πατμιάδας σχολής. Μετά τις σπουδές του στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης επέστρεψε στην πατρίδα του και έγινε μοναχός στην ιστορική μονή της Πάτμου. Εκεί ίδρυσε το 1713 σχολείο, στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”